Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Η τιμή του πετρελαίου ως επιθετικό - εξολοθρευτικό όπλο

Παλαιότερα η χρήση της τιμής του πετρελαίου ως όπλο είχε ταυτιστεί με τις προσπάθειες των μουσουλμανικών κρατών της Αραβικής Χερσονήσου να αποτρέψουν τις ΗΠΑ και ορισμένα κράτη της Ευρώπης να υποστηρίξουν το Ισραήλ στις αραβοϊσραηλινές συγκρούσεις και διενέξεις.


Αξιοσημείωτο παράδειγμα της χρήσης της τιμής του πετρελαίου ως όπλο ήταν το εμπάργκο που είχε επιβληθεί από τις αραβικές χώρες μέλη του ΟΠΕΚ (Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών) στις εξαγωγές πετρελαίου προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη κατά την διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου του 1973, προκαλώντας ελλείψεις, αυξήσεις τιμών και μια παγκόσμια οικονομική ύφεση.

Η Ουάσιγκτον τότε μαζί με τους συμμάχους της έλαβαν μια σειρά από μέτρα για να αφοπλίσουν αυτό το «όπλο πετρελαίου» και να παρεμποδίσουν στο μέλλον την επαναχρησιμοποίηση του. Μεταξύ των μέτρων που ελήφθησαν ήταν η δημιουργία μιας συμφωνίας αμοιβαίας βοήθειας που εποπτεύεται από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας IEA (International Energy Agency), που υποχρέωνε τις συμμετέχουσες χώρες να μοιράζονται το πετρέλαιο τους με κάθε κράτος μέλος που υπόκειται σε εμπάργκο.

Μετά από τέσσερις περίπου δεκαετίες η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοι της όπλισαν το ίδιο όπλο της τιμής του πετρελαίου χρησιμοποιώντας το στο μέτωπο των οικονομικών κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας. Η κυβέρνηση Ομπάμα έχοντας ως στόχο να εκδικηθεί την Ρωσία για την στάση της στην κρίση της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, σε αγαστή συνεργασία με την Σαουδική Αραβία, μείωσε τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου για να περιορίσει το αναπτυξιακό και εξοπλιστικό πρόγραμμα της Μόσχας, το οποίο εξαρτάται σε ένα μεγάλο ποσοστό από τις ρωσικές εξαγωγές υδρογονανθράκων. Η μείωση των διεθνών τιμών του πετρελαίου επηρεάζει οικονομικά και το Ιράν. Η Ουάσιγκτον σε αυτή την περίπτωση προσπαθεί να περιορίσει την ικανότητα της Τεχεράνης να χρηματοδοτήσει το εκτενές πυρηνικό της πρόγραμμα και την αύξηση της επιρροής της στα κοσμικά κράτη και τις σιιτικές οργανώσεις της Μέσης Ανατολής.

Το πετρέλαιο ως επιθετικό-εξολοθρευτικό όπλο έγινε λοιπόν ουσιαστικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής και γεωπολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας. Η κυβέρνηση Ομπάμα χρησιμοποιεί το όπλο αυτό ως εργαλείο δύναμης και επιρροής. Φαίνεται ότι επειδή η Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ αδυνατούν να επέμβουν με στρατιωτικές δυνάμεις και να μεταβάλλουν τα τετελεσμένα στην Ανατολική Ουκρανία και την Κριμαία, αντικαθιστούν την στρατιωτική τους δράση που τους είναι τόσο προσφιλής με την τιμή του πετρελαίου, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξουδετερώσουν την επιρροή της Ρωσίας στην γεωστρατηγική σκακιέρα.

Παραμένει όμως ανοικτό το ερώτημα αν το όπλο του πετρελαίου θα αποδειχθεί στρατηγικό πλεονέκτημα για αυτόν που το χρησιμοποιεί. Όπως και με οποιαδήποτε εφαρμογή δύναμης, έτσι και με την χρήση αυτού του όπλου εξασφαλίζεται ότι ο αντίπαλος θα αντιδράσει και θα επιδιώξει να βρει τρόπους για να το αντιμετωπίσει. Εάν η οικονομική κατάσταση στην Ρωσία εξακολουθήσει να επιδεινώνεται ως απόρροια της τιμής του πετρελαίου και η ελεύθερη αγορά δεν μπορεί να προσφέρει ανακούφιση, τότε η Μόσχα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει περισσότερο τα παραδοσιακά μέσα της ρωσικής ισχύος για να στηρίξει τις τιμές των υδρογονανθράκων, μέσα όπως η αποσταθεροποίηση της βιομηχανικής παραγωγής της ΕΕ, συγκαλυμμένη δράση και φυσικά στρατιωτική δύναμη. Δύναται δηλαδή να ισχύσει σε αυτή την περίπτωση ότι «αν δεν μπορείς να προμηθευτείς αυτό που θέλεις ή χρειάζεσαι από την αγορά επειδή δεν στο δίνουν, τότε καταστρέφεις την αγορά». Αυτό σημαίνει ότι η κατάρρευση των τιμών πετρελαίου μπορεί να οδηγήσει την Μόσχα να αναλάβει μια πιο επικίνδυνη πορεία στην εξωτερική της πολιτική, κάτι που θα έχει αντίκτυπο και στην παγκόσμια οικονομία.

Τις επόμενες εβδομάδες η Ρωσία και το Ιράν μαζί με τις άλλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Λατινικής Αμερικής θα υποχρεωθούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να στηρίξουν τεχνητά τις τιμές του πετρελαίου. Τα αποτελέσματα αυτών των διεργασιών και συνεργασιών είναι βέβαιο ότι θα έχουν αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές και στην πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.

Γ. Λιναρδής