Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Η Δήθεν ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα Μέρος 8ο

Με τον όρο εραστή, δεν εννοείται ο εραστής του σώματος, και μάλιστα του ανδρικού – πράγμα ιδιαίτερο απεχθές - αλλά του εραστή της Αληθείας, της Ορθής συμπεριφοράς, αυτής με που συμφωνεί με τις αιώνιες ηθικές αξίες.



Πλάι σε αυτόν, ο μαθητής θα γίνει και αυτός με την σειρά του ερωμένος της Αλήθειας.
Του εφήβου τα αισθήματα προς τον «εραστήν» - δάσκαλον δεν είναι βέβαια έρως - όπως εννοείται σήμερα - αυτός εξάλλου φυσικώς, ηθικώς αλλά και νομικώς αποκλειόταν.
Ο έρως αυτός ήταν αισθήματα βαθύτατης φιλίας και σεβασμού. Στα μάτια του εφήβου, ο δάσκαλος - εραστής φάνταζε ως η ενσάρκωσης του ιδανικού, ως το ιδεώδες πρόσωπο, προς το οποίο απέβλεπε, κατά το οποίον θα διέπλαττε την προσωπικότητά του.
Χαρακτηριστικό είναι το τμήμα του λόγου του Παυσανία, όπου πιστοποιεί την ύπαρξη δύο μορφών Αφροδίτης.

Της Ουρανίας και της Πανδήμου για να στηρίξει σε αυτήν την διάκριση των δύο Ερώτων, του Ουρανίου και του Πανδήμου.
Ο Πάνδημος έρωτας είναι ο έρωτας που νιώθει όλος ο κόσμος, είναι ο έρωτας προς μια γυναίκα.
Ο Ουράνιος όμως είναι ο πνευματικός έρωτας, εκείνος που θα ανυψώσει πνευματικά τον άνθρωπο.
Μάλιστα, ο Παυσανίας αναφέρει για τους εραστές εκείνους που ακολουθούν και εφαρμόζουν τον Πάνδημο Έρωτα στις σχέσεις τους με τους μαθητές τους ότι:
« ..έπρεπεν όμως και εις τους χυδαίους αυτούς εραστάς να επιβάλλωμεν δια της βίας τοιαύτην διαγωγήν, όπως και με τας γυναίκας, τας ελευθέρας τους εξαναγκάζομεν, όσον μας είναι δυνατόν, να μην συνάπτουν ερωτικά σχέσεις. Διότι αυτοί είναι που έχουν προκαλέσει δυσφήμησιν..»

Για αυτό και συνεχίζοντας λέει ο Παυσανίας:
«..Αφ' ετέρου όμως όταν οι πατέρες προσλαμβάνουν εις εποπτείαν των αγαπητικών παιδαγωγούς και δεν τους επιτρέπουν να έρχωνται εις ομιλίας με τους εραστάς των και αυτάς τας οδηγίας δίδουν εις τον παιδαγωγόν..»

Μήπως διακρίνει κανείς, σε κάποιο σημείο του παραπάνω αποσπάσματος νύξη για παρά - φύσιν σεξουαλική σχέση;
Παρ' όλα αυτά αναφέρεται ρητώς η λέξη «αγαπητικών» όπου εννοούνται οι υιοί των πατεράδων, οι μαθητές δηλαδή και η λέξη «εραστάς» με την οποία εννοούνται οι δάσκαλοι.
Αλλά για τον φόβο άνομων σχέσεων, ο πατέρας όριζε επιτηρητή που τον ονομάζει παιδαγωγόν.
Μια άλλη μαρτυρία που ενισχύει την θέση του Πλάτωνα και του Σωκράτη για την αλλαγή που θα μπορούσε να επιφέρει στην κοινωνία η σχέση δασκάλου - μαθητή (εραστή - ερωμένου) αποτελεί και η απαγόρευση τέτοιων σχέσεων στην Ιωνία.
 Μια απαγόρευση που δεν έπαιρνε αφορμή από τις τυχόν σαρκικές παρεκτροπές αλλά από την πολιτική σκοπιμότητα των αρχόντων, οι οποίοι επέβαλλαν ως ηθικήν αντίληψη - ό,τι κυρίως τα συμφέροντά τους εξυπηρετούσε. Γιατί ο έρως, όπως ο αθλητισμός και η φιλοσοφία, δημιουργούν μεταξύ των προσώπων δεσμούς δυνατούς, επικίνδυνους για τους κυβερνήτες.
Η σχέση δασκάλου - μαθητή αποτελεί την ακρόπολη - όπως αποκαλείται στο «Συμπόσιο» της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας που είναι ασύμφορα σε τυραννικά καθεστώτα.
Έτσι λοιπόν γίνεται ξεκάθαρο το τι ακριβώς εννοούσε ο Πλάτων με τους όρους «έρως», «εραστής», «ερωμένος».
Επίσης, είναι ενδεικτικό, πως όταν ομιλεί ο Αριστοτέλης στο «Συμπόσιο», για να δικαιολογήσει ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές, δημιουργεί έναν μύθο για περίεργα πλασμένα ανθρώπους.

Και αυτό βέβαια είναι λογικό γιατί εφ' όσον μια τέτοια συμπεριφορά βρίσκει την αφετηρία της στο παράλογο (και στο φανταστικό άρα και μη υπαρκτό, οπότε και μη-φυσικό) άρα και η ίδια η συμπεριφορά είναι παράλογη και μη φυσική.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο - που ήδη έχει σχολιαστεί όταν αναφέρθηκε η θέση της γυναίκας - αποτελεί η επιλογή του Πλάτωνα να μας πληροφορήσει μια γυναίκα για την ουσία του έρωτα.
Μια γυναίκα, που από την φύση της είναι ξένη προς την παιδεραστία. Αυτό και μόνο το γεγονός θα έπρεπε να προβληματίσει σοβαρά όλους τους μελετητές.
Πώς είναι δυνατόν, από την μία να υποστηρίζεται ότι ο Πλάτων ενθαρρύνει και αποδέχεται την παιδεραστία και από τη άλλη να τοποθετεί ως υποστηρικτή του έρωτος μια γυναίκα;
Και μάλιστα αν λάβουμε σοβαρά τις αναφορές του Πλάτωνα για τις γυναίκες στον Τίμαιο αλλά και σε άλλα αποσπάσματα του Συμποσίου, η απλή και μόνο αναφορά της Διοτίμας ως σημαντικό πρόσωπο, που διδάσκει τον Σωκράτη θα έπρεπε να αρκούσε για να υποβαθμιστεί αν όχι, να εξευτελιστεί το όλο έργο.
Μπορούμε λοιπόν εδώ, να σημειώσουμε τις ξένες επεμβάσεις που έχουν γίνει στο έργο του Πλάτωνα αλλά συγχρόνως και την πλήρη κατάρρευση της δήθεν παιδεραστίας που τάχα χαρακτηρίζει το πλατωνικό έργο.


Αλλο σημαντικό σημείο του Συμποσίου που δεν έχει μελετηθεί όσο έπρεπε. Έχει επικρατήσει η εσφαλμένη εντύπωση ότι ο Σωκράτης είχε εραστή (με την ομοφυλοφιλική έννοια) τον Αλκιβιάδη.
Αν όμως ίσχυε κάτι τέτοιο σίγουρα θα υπήρχαν και αλλού αναφορές, είτε στο κατηγορητήριο εναντίον του - όπως στην περίπτωση του Τιμάρχου από τον Αισχίνη - είτε σε αναφορές από άλλους συγγραφείς.

Αλλά ούτε ο Ξενοφών ούτε ο Αντισθένης αλλά ούτε και αυτός ο Αισχίνης κάνουν τέτοια νύξη.
Στο περίφημο εδάφιο, ο Αλκιβιάδης εκμυστηρεύεται στους συμμετέχοντες του συμποσίου ότι προσπάθησε να πλησιάσει σωματικά τον Σωκράτη αλλά ο Σωκράτης τον ειρωνεύτηκε - και ενώ συνεχώς τον εκθειάζει για την ομορφιά του - και με την συμπεριφορά του ο Σωκράτης, έδειξε στον Αλκιβιάδη το πώς παρεξήγησε την σχέση εραστή - ερωμένου, δασκάλου - μαθητή.

Αλλά αλήθεια, θα μπορούσε ποτέ ο νομοταγής, όσο κανείς άλλος Σωκράτης, να παραβίαζε ποτέ τέτοιον ηθικό αλλά και γραπτό νόμο;

Φυσικά θα πρέπει να τονισθεί ότι η αποκάλυψη αυτή, της έκφυλης τάσης του Αλκιβιάδη, δεν ήταν παρά προοίμιο για την μελλοντική του πορεία.
Επιστρέφοντας στην επιμονή του Πλάτωνα στη δημιουργία σχέσεων ζωής δασκάλου - μαθητού, μπορούμε να νιώσουμε την πίστη του ότι δια μέσου αυτής της σχέσεως θα μπορούσε να δημιουργήσει πραγματικούς πολίτες, άξιους για μια πραγματική δημοκρατία, για μια πολιτεία, διαφορετική φυσικά από την ξεπεσμένη δημοκρατία των Αθηνών, που για τον Πλάτωνα, αποτελούσε την αιτία της κακοδαιμονίας της πόλεως γιατί πλέον ίσχυε η διακυβέρνηση της ακεφάλου μάζας και των ανευθύνων.
Σε ένα άλλο σημείο, αναφέρεται ότι ο Έρως αποκαθιστά την επικοινωνία μεταξύ των θεών και των ανθρώπων ώστε να μπορεί ο άνθρωπος να εξυψώνεται μέχρι της γνώσεως και της μιμήσεως του θείου, χωρίς να χάνει τούτο από την ανέφικτον τελειότητα και την ευδαιμονία του δια του συγχρωτισμού προς την ανθρώπινην μηδαμινότητα.

Είναι δυνατόν, όταν δίνεται τέτοια αξία στον όρο «έρως» να πράττεται στο ίδιο όνομα, άνομες παρά-φύσιν πράξεις που καθολικά ήσαν μη-αποδεκτές;
Εξάλλου, η Διοτίμα μας λέει ότι ο έρως είναι :
«ο τόκος εν τω καλώ»
Αυτός ο ορισμός δεν θα μπορούσε να σταθεί, αν μέσα σε αυτόν εμπεριέχεται η πράξη της ύβρις, είτε προς ένα ανήλικο παιδί είτε προς τον ίδιο.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το γεγονός ο Πλάτων, όταν αναφέρεται στον έρωτα τον σωματικό, να κάνει λόγο για τον έρωτα της Αλκηστης, κόρη του Πελία, προς τον άνδρα της,
Όπως επίσης κάνει λόγο για τον έρωτα του Ορφέα για την Ευριδίκη.
Αλλά, όπως ήδη έχει γίνει κατανοητό, ο Πλάτων γνώριζε τον κίνδυνο της ύβρεως, στην περίπτωση που ο δάσκαλος, ο εραστής, ήταν ακόλαστος.
Αυτό τονίζεται ιδιαίτερα στο έργο του «Φαίδρο».

Τέλος 8ου μέρους

ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ 67