Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Η κομβική σημασία του «ασήμαντου»

Στην εκκλησία του δήμου υπήρχε έντονη αναταραχή, το κλίμα ήταν αρκετά βαρύ και η ανησυχία ήταν έκδηλη μεταξύ των Αθηναίων πολιτών.
Tα σύννεφα του επερχόμενου πολέμου ήταν πλέoν ορατά. Οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων ανέμεναν την απάντηση στο «τελεσίγραφο» που είχαν μόλις προσκομίσει στην Αθηναϊκή πολιτεία. Οι Σπαρτιατικές αιτιάσεις ήταν σχεδόν αστείες, κατάφορα παράλογες και απροκάλυπτα προκλητικές…. Να εξοριστούν κάποιοι ιερόσυλοι ώστε να εξαγνιστεί η Αθήνα, να δοθεί ανεξαρτησία στην Αίγινα και «προ πάντων, προειδοποιούσαν με μεγάλη επιμονή ότι θα μπορούσε να αποσοβηθεί ο πόλεμος» (Θουκ. Ιστ. Α 139) εάν καταργηθεί το ψήφισμα με το οποίο αποκλείονταν οι Μεγαρείς από την αγορά της Αθηναϊκής συμμαχίας (το φερόμενο ως «Μεγαρικό ψήφισμα»). Οι απόψεις διίσταντο σχετικά με το τι έπρεπε να πράξουν, κάποιοι έλεγαν ότι η πόλη έπρεπε να δεχτεί τον πόλεμο, κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι το ψήφισμα δεν έπρεπε να σταθεί εμπόδιο στην διατήρηση της ειρήνης.

Στο βήμα ανέβηκε ο Περικλής του Ξανθίππου και πήρε τον λόγο για να συμβουλέψει τους συμπολίτες του. Σε αυστηρό τόνο επικρίνει τους Λακεδαιμόνιους ότι «Για να λύσουν τις διαφορές μας προτιμούν τον πόλεμο από τις διαπραγματεύσεις και έρχονται τώρα, εδώ, να μας διατάξουν και όχι να παραπονεθούν» (Θουκ. Ιστ. Α 140), παράλληλα δε προτρέπει τους συμπολίτες του «Κανείς από σας μην νομίσει ότι θα πολεμήσουμε για ασήμαντη αφορμή αν δεν ανακαλέσουμε το Μεγαρικό ψήφισμα, για το οποίο οι Λακεδαιμόνιοι λένε, τάχα, ότι αν καταργηθεί δεν θα γίνει πόλεμος», συνεχίζει προειδοποιώντας τους «Το ασήμαντο αυτό είναι δοκιμασία του φρονήματος σας και της αποφασιστικότητας σας γενικά. Αν υποχωρήσετε θα προβάλλουν αμέσως, άλλη μεγαλύτερη απαίτηση, γιατί θα νομίσουν ότι και τώρα ενδώσατε από φόβο» (Θουκ. Ιστ. Α140) και καταλήγει λέγοντας «Όταν άνθρωποι προς τους οποίους είμαστε ίσοι, έρχονται χωρίς καμία διαιτησία και προβάλλουν απαιτήσεις, είτε αυτές είναι μικρές είτε είναι μεγάλες, τούτο σημαίνει ότι μας ζητούν υποταγή» (Θουκ. Ιστ. Α 141). Στην συνέχεια αναλύει την στρατηγική κατάσταση και προτείνει δράσεις για τον πόλεμο που είναι αναπόφευκτος, καθώς οι αιτιάσεις αυτές ήταν βεβαίως η εκλυτική αφορμή για τους Σπαρτιάτες και όχι η αιτία.

Στο τέλος της ομιλίας του προτείνει να απαντήσουν στους Λακεδαιμόνιους με τρόπο που να «από-νομιμοποιεί» διπλωματικά τις όποιες έως τότε δράσεις τους. Θα επέτρεπαν στους Μεγαρείς να χρησιμοποιούν τις αγορές και τα λιμάνια των Αθηναίων, υπό τον όρον ότι αντιστοίχως και οι Λακεδαιμόνιοι θα καταργούσαν την «ξενηλασία» που εφάρμοζαν εναντίων των Αθηναίων και των συμμάχων τους (Θουκ. Ιστ. Α 144). Με αυτόν τον τρόπο για κάθε παραχώρηση που ζητούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι ζητούσαν ένα αντίστοιχο αντάλλαγμα, προκειμένου να την αποδεχτούν. Φυσικά η ανωτέρω αντιπρόταση δεν έγινε δεκτή και ο πόλεμος ξεκίνησε. Όπως είχε αντιληφθεί ο Περικλής, εάν οι απαιτήσεις είχαν γίνει δεκτές, ήταν σίγουρο ότι θα ακολουθούσαν νέες, ακόμα μεγαλύτερες έως ότου ο πόλεμος τελικά ξεκινούσε και πάλιν, καθώς τα πραγματικά αίτια ήσαν εντελώς διαφορετικά.

Σε ολόκληρη την εξόχως διδακτική ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου υπάρχουν τέτοια έξοχα και σαφή παραδείγματα στρατηγικής σκέψης, παραδείγματα που ήταν τότε, όσον είναι και σήμερα επίκαιρα, για όποιον θέλει πράγματι να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο χαράσσεται η Στρατηγική και τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν να λειτουργούν «Υπέρ Πατρίδος», οι όντως ελεύθεροι άνθρωποι και οι Πολιτείες που θέλουν να παραμείνουν ελεύθερες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο «Θουκυδίδης» διδάσκεται, σήμερα, σε σχολές που διαμορφώνουν στρατηγική σκέψη.

Δυστυχώς οι μόνοι που αγνοούν πλήρως την σημασία και το περιεχόμενο της στρατηγικής σκέψης είναι… οι δύσμοιροι απόγονοι αυτών που την δημιούργησαν. Είμαστε περήφανοι για τους προγόνους μας και για αυτά που προσέφεραν σε ολόκληρο τον κόσμο (είτε πρόκειται για σκέψη, είτε πολιτισμό, είτε τέχνη, είτε επιστήμη) αλλά αγνοούμε επιδεικτικά, μικρόψυχα και αυτοκαταστροφικά το κάθε τι μεγάλο και σπουδαίο για το οποίο «είμαστε υπερήφανοι». Τα αγνοούμε και πράττουμε ακριβώς αυτά που απέφευγαν να κάνουν οι πρόγονοι μας. Φυσικά τα αποτελέσματα αυτής μας της παρατεινόμενης «άγνοιας» είναι ευκρινώς ορατά σε κάθε τομέα της ατομικής και συλλογικής μας ζωής.

Ας εξετάσουμε γιά παράδειγμα μερικές «ασήμαντες» υποχωρήσεις της «πολιτείας» μας οι οποίες όμως οδήγησαν σε άλλες λιγότερο ασήμαντες απαιτήσεις. Πολλές φορές η δοκιμασία του φρονήματος και της αποφασιστικότητας γίνεται στα πλαίσια έναρξης του διαβόητου «δημοκρατικού διαλόγου» και «διαβούλευσης κοινωνικών εταίρων» για να βρεθούν κάποιες τάχατες «κοινά αποδεκτές» λύσεις σε «μεγάλα προβλήματα» που κατ’ ουσίαν δεν είναι παρά δόλιες και μεθοδευμένες απαιτήσεις όσων θέλουν να ανατρέψουν την ισχύουσα κατάσταση προς όφελος τους εντός της φερ’ ειπείν «πολιτείας» (κοινωνικά / οικονομικά θέματα). Άλλες φορές το συγκεκριμένο «τεστ αντοχής και υποχωρητικότητας» πραγματοποιείται από ξένους παράγοντες οι οποίοι έχουν ως στόχο την ίδια την «ελληνική» «πολιτεία» και τον οριστικό της αφανισμό με την βιολογική εξάλειψη του Ελληνικού Έθνους.

Δεν καταδικάσαμε την δήθεν «αφελή» φιλολογία περί της πώλησης δημόσιας περιουσίας όταν αυτή προερχόταν από φυλλάδες του εξωτερικού και τώρα αυτό αποτελεί αμετακίνητη απαίτηση της «Τρόϊκας». Εφόσον η αντίδραση μας έδειξε εξ αρχής σημάδια ενδοτισμού, διαλλακτικότητας (και δη δουλικής) ήταν σίγουρο ότι οι θρασείες απαιτήσεις θα επαναληφθούν σε πιο έντονη μορφή, έτσι λοιπόν φτάσαμε σήμερα να γίνεται υπό την απειλή διακοπής της οικονομικής βοήθειας. Δεν καταδικάσαμε την απαίτηση των «συμβολικών» απολύσεων στο δημόσιο και σήμερα μας τίθεται ως απαραίτητος όρος για την επόμενη δόση. Το γεγονός της ανυπαρξίας σθεναρής άρνησης της χώρας μας να συνδιαλλαγεί για τέτοια θέματα, ο κακομοιριασμένος ενδοτισμός της ήταν η προκλητική σταγόνα αίματος που ερέθισε τα περιφερόμενα διεθνή αρπακτικά να μας επιτεθούν. Έως που θα φθάσει ο εξευτελισμός της Ιστορίας μας και της ίδιας μας της Υπόστασης ; Τι περιμένουμε δέσμιοι των μειοδοτικών επιλογών της παραλυσίας του «δημοκρατικού τόξου» ; Να τεθεί ως όρος για την επόμενη δόση η πώληση της Ακρόπολης;

Επιπλέον, πολύς και ζωηρός λόγος γίνεται, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, για τις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» στην πολιτική της χώρας, μόνον που δεν αποτελούν τίποτα άλλο από βαρύγδουπες και κούφιες εκφράσεις των ελεεινών παλιάτσων του μεταπολιτευτικού πολιτικαντισμού, ολότελα κενές περιεχομένου. Πώς μπορεί άλλωστε μία οργανωμένη κοινωνία να θέσει τα οιαδήποτε όρια όταν οι θεμελιώδεις συστατικές αξίες της έχουν παραμεριστεί, περιθωριοποιηθεί, χλευασθεί κι εκμηδενισθεί; Πώς μπορεί μία συγκροτημένη κοινωνία να απαιτήσει σεβασμό όταν πρωτίστως δεν έχει ξεκαθαρίσει μέχρις ποίου σημείου μπορεί να υποχωρήσει έναντι δράσεων τρίτων (ζητώντας φυσικά τα αντίστοιχα, τουλάχιστον ισοβαρή πάγια ανταλλάγματα κάθε φορά από αυτούς) προτού να φτάσει στο σημείο όπου τίθεται το δαμόκλειο και αδυσώπητο casus belli κυριολεκτικά ή μεταφορικά (καθώς και ο οικονομικός πόλεμος είναι αδιαμφισβήτητα μία αδίστακτη κι ακήρυκτη μορφή πολέμου).

Είναι το πάτριο εθνικό έδαφος κάτι που μπορούμε να παραχωρήσουμε έναντι χρημάτων; Ευρίσκονται στα πλαίσια των διαπραγματεύσιμων, τμήματα πατρίου εδάφους και εθνικοί πόροι;

Προφανώς ουδέν δικαίωμα έχουμε να διαπραγματευτούμε με πράγματα που παραλάβαμε από τους προγόνους μας (κερδισμένα με αίμα κι ατσάλι και όχι με αγοραπωλησίες ή χρήματα); Μήπως τουναντίον έχουμε απαραβίαστη ελαχίστη υποχρέωση να τα παραδώσουμε τουλάχιστον άφθαρτα στους απογόνους μας;

Οι υποχωρήσεις και η διαλλακτικότητα ασφαλώς είναι συχνά απαραίτητες για κάθε Πολιτεία, αλλά με την απαραίτητη προϋπόθεση να εφαρμόζονται μέσα στα εθνικώς δέοντα κατάλληλα πλαίσια και να εξυπηρετούν, πάντα, το συμφέρον της. Είναι όντως δυνατόν να υποχωρεί κάποιος χωρίς να επιδεικνύει καμία αδυναμία, αλλά για να γίνει αυτό- επιτυχημένα και άρτια- πρέπει η όποια υποχώρηση να διενεργείται μέσα σε αποδεκτά πλαίσια, πάντοτε δε με τα αντίστοιχα βέβαια και ασφαλή ανταλλάγματα. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση, όταν θίγονται τα ουσιαστικά δικαιώματα και κεκτημένα, η Πολιτεία δεν έχει το δικαίωμα να υποχωρήσει ούτε καν στα… ασήμαντα κι ελάχιστα !

Για το πανάρχαιο και μεγάλο Έθνος μας θα ήταν επιεικώς άτιμο και επαίσχυντο να χάσουμε στην ειρήνη έναντι χρημάτων, αυτά που κερδίσαμε στον πόλεμο, έναντι δακρύων και αίματος.

Ανειρήνευτο κι ανελέητο πόλεμο λοιπόν, ενάντια στους ξενόδουλους παραχωρησίες, τους σιχαμερούς κι ουτιδανούς σύγχρονους «μηδίσαντες» ! Εμείς οι Έλληνες Εθνικιστές της Χρυσής Αυγής έχουμε κάνει την επιλογή μας. Θα συνεχίσουμε την Εθνική Αντίσταση, για Εθνική Ανεξαρτησία, Κοινωνική Δικαιοσύνη και Πολιτειακή Ανασυγκρότηση, έστω κι αν μείνει μόνο ένας από εμάς. Σύμφωνοι με την προγονική προσταγή «ΕΣΤ’ ΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΠΕΡΙΗ!»

Γ. Ευθυμιάδης